κροσσωτός

κροσσωτός
κροσσ-ωτός, ή, όν, also ός, όν Lyc.1102:—
A tasselled, fringed, l.c., Plu.Luc.28, Poll.4.120, POxy.1273.14 (iii A. D.): Subst. κροσσωτός (sc. χιτών), , LXXPs. 44(45).14; cf.

κροκωτός 2

.
II ([etym.] κρόσσαι) stepped, σταυροῖσι -ωτὴ πτέρυξ, of a wall, Lyc.291 (v.l. κορς-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κροσσωτός — tasselled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτός — ή, ό (AM κροσσωτός, όν, θηλ. και, ή) αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτός νεοελλ. ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» επιθηλιακός ιστός τού οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων… …   Dictionary of Greek

  • κροσσωτός — ή, ό ο πλεγμένος από κρόσσια, κροσσόπλεχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κροσσωτά — κροσσωτός tasselled neut nom/voc/acc pl κροσσωτά̱ , κροσσωτός tasselled fem nom/voc/acc dual κροσσωτά̱ , κροσσωτός tasselled fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτῶν — κροσσωτός tasselled fem gen pl κροσσωτός tasselled masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτόν — κροσσωτός tasselled masc acc sg κροσσωτός tasselled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτοῖς — κροσσωτός tasselled masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτοί — κροσσωτός tasselled masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτούς — κροσσωτός tasselled masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτή — κροσσωτός tasselled fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτήν — κροσσωτός tasselled fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”